συγκομιστά

συγκομιστά
συγκομιστά̱ , συγκομιστής
gatherer: masc nom /voc /acc dual
συγκομιστής
gatherer: masc voc sg
συγκομιστής
gatherer: masc nom sg (epic )
συγκομιστός
brought together: neut nom /voc /acc pl
συγκομιστά̱ , συγκομιστός
brought together: fem nom /voc /acc dual
συγκομιστά̱ , συγκομιστός
brought together: fem nom /voc sg (doric aeolic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκομιστά — συγκομιστά̱ , συγκομιστής gatherer masc nom/voc/acc dual συγκομιστής gatherer masc voc sg συγκομιστής gatherer masc nom sg (epic) συγκομιστός brought together neut nom/voc/acc pl συγκομιστά̱ , συγκομιστός brought together fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”